παριστάμενοι

παριστάμενοι
παρίστημι
cause to stand
pres part mp masc nom/voc pl
παριστά̱μενοι , παριστάω
pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Βεσάλιος, Ανδρέας — (Andreas Vesalius, Βρυξέλλες 1514 – Ζάκυνθος 1564). Φλαμανδός ανατόμος, θεμελιωτής της σύγχρονης ανατομίας. Ο Β. γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ και το Παρίσι και για ένα διάστημα δίδαξε ανατομία στην Πάντοβα. Το 1543… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”